- ὑδρηλά
- ὑδρηλόςwateryneut nom/voc/acc plὑδρηλά̱ , ὑδρηλόςwateryfem nom/voc/acc dualὑδρηλά̱ , ὑδρηλόςwateryfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑδρηλάς — ὑδρηλά̱ς , ὑδρηλός watery fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άθυμβρα — Αρχαία πόλη της Καρίας, που χτίστηκε, μαζί με τις γειτονικές κωμοπόλεις Αθυμβράδαι και Ύδρηλα, από τρεις Λακεδαιμόνιους αδελφούς, που αναφέρει ο Στράβων, κοντά σε έναν μικρό παραπόταμο του Μαιάνδρου. Παλαιότερα λεγόταν Πυθόπολις, αργότερα… … Dictionary of Greek